- συνδέτην
- συνδέτηςone bound hand and footmasc acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδέτης — ο, ΝΜΑ [συνδέω] 1. αυτός που συνδέει ή ο κατάλληλος για σύνδεση, συνδετήρας ή συνδετικός («τὸν συνδέτην... τῶν ξύλων ἢ φακέλων», Νικ. Χων.) 2. ναυτ. μεταλλική ράβδος που συνδέει και στηρίζει τοιχώματα, αλλ. συνδετική ράβδος αρχ. συνδέσμιος,… … Dictionary of Greek